καταδακτυλίζω

καταδακτυλίζω
καταδακτυλίζω (Α)
(για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταδακτυλίσαι — καταδακτυλίζω feel with the finger aor inf act καταδακτυλίσαῑ , καταδακτυλίζω feel with the finger aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδακτυλίζειν — καταδακτυλίζω feel with the finger pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμαλίζω — Α 1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ τό συγκρατούσα με τον αντίχειρα β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο 2. (κατ επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα 3. καταδακτυλίζω* 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”